καταβεβιασμένον

καταβεβιασμένον
καταβιάζομαι
perf part mp masc acc sg
καταβιάζομαι
perf part mp neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταβιάζω — (Α) 1. υποτάσσω βίαια 2. αναγκάζω, παραβιάζω 3. αγωνίζομαι, προσπαθώ να αποδείξω 4. (το ουδ. τής μτχ. παθ. παρακμ.) καταβεβιασμένον (για χρόνιο νόσημα) αυτό που έχει χειροτερέψει από τον χρόνο, που έχει καταστεί ανίατο («ἰητὸν εἶναι... ὅταν μὴ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”